μουσουργώ

μουσουργώ
(ε) αμετ. сочинять музыку

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μουσουργώ" в других словарях:

  • μουσουργώ — (ΑΜ μουσουργῶ, έω) [μουσουργός] νεοελλ. συνθέτω μουσικά έργα, είμαι μουσικοσυνθέτης μσν. αρχ. συνθέτω λυρικά ποιήματα αρχ. τραγουδώ …   Dictionary of Greek

  • μουσουργῶ — μουσουργέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) μουσουργέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) μουσουργός cultivating music masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσουργῷ — μουσουργός cultivating music masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμουσουργώ — έω, Μ μουσουργώ μαζί με άλλον ή άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μουσουργῶ «συνθέτω λυρικά ποιήματα, τραγουδώ» (< μουσουργός)] …   Dictionary of Greek

  • μουσουργητής — μουσουργητής, ὁ (Μ) [μουσουργώ] λυρικός ποιητής …   Dictionary of Greek

  • μουσούργημα — το (Μ μουσούργημα) [μουσουργώ] μουσικό έργο, μουσική σύνθεση μσν. κομμάτι μωσαϊκού ψηφίδα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»